- καρτεροψυχία
- -ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 9,26constancy of soul, steadfastness of spirit
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
καρτεροψυχία — η (Α καρτεροψυχία) [καρτερόψυχος] η γενναιότητα, η ευψυχία … Dictionary of Greek
καρτεροψυχίας — καρτεροψυχίᾱς , καρτεροψυχία strength of spirit fem acc pl καρτεροψυχίᾱς , καρτεροψυχία strength of spirit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεροψυχίαν — καρτεροψυχίᾱν , καρτεροψυχία strength of spirit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατεροψυχία — και καρτεροψυχία, η [κρατερόψυχος] γενναιότητα, ευψυχία … Dictionary of Greek